- Γονοεσσα
- Γονόεσσαἡ Гоноэсса (город и мыс у аргивян) Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Γονόεσσα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονόεσσα — γονόεις fruitful fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γονοέσσας — Γονοέσσᾱς , Γονόεσσα fem acc pl Γονοέσσᾱς , Γονόεσσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονοέσσας — γονοέσσᾱς , γονόεις fruitful fem acc pl γονοέσσᾱς , γονόεις fruitful fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γονόεσσαν — Γονόεσσα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)